- χυμῷ
- χῡμῷ , χυμόςjuicemasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χυμώ — (I) όω, Α [χυμός] 1. προσδίδω γεύση σε κάτι 2. παθ. χυμοῡμαι, όομαι μετατρέπομαι σε χυμό. (II) και χουμώ και χιμώ, άω, και χυμίζω και χιμίζω και χοιμίζω και χουμίζω, Ν ορμώ, εφορμώ, ξεχύνομαι, επιτίθεμαι με ορμή εναντίον κάποιου (α. «σαν… … Dictionary of Greek
μεθάλλομαι — (Α) 1. (για πολεμιστές) ορμώ κατεπάνω, εφορμώ, χυμάω («οὔτασε... μετάλμενος ὀζέϊ δουρί», Ομ. Ιλ.) 2. (για αθλητικό αγώνα) πηδώ ή τρέχω πίσω από κάποιον άλλο («οὐκ ἔσθ ὃς κὲ σ ἕλησι μετάλμενος οὐδὲ παρέλθῃ» Ομ. Ιλ.) 3. (ειδικά από πλοίο σε πλοίο)… … Dictionary of Greek
μουντάρω — και μοντάρω κινούμαι ορμητικά εναντίον κάποιου, εφορμώ, χυμώ, επιτίθεμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. montare «ανεβαίνω»] … Dictionary of Greek
οιμάω — οἰμάω (Α) (ποιητ., μόνο στον μέλλ. και αόρ.) 1. (συν. για αρπακτικά πτηνά) ορμώ, εφορμώ, χυμώ («κίρκος... ῥηιδίως οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν», Ομ. Ιλ.) 2. τρέχω, σπεύδω («θύννοι δ οἰμήσουσι σεληναίης διὰ νυκτός», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. οίμα] … Dictionary of Greek
ορμώ — (I) (Α ὁρμῶ, άω) [ορμή] 1. κινούμαι βίαια προς τα εμπρός, ρίχνομαι, χυμώ, εφορμώ, επιτίθεμαι (α. «όρμησε να τόν χτυπήσει» β. «ὥρμησαν ἁμιλλᾱσθαι ἐπὶ τὸ ἄκρον» γ. «όρμησε στη μάχη» δ. «ἐς ἀγῶνα τὸνδ ἔνοπλος ὁρμᾷ», Ευρ.) νεοελλ. (μέσ. και παθ.)… … Dictionary of Greek
συμμεθάλλομαι — Α (αποθ.) πηδώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεθάλλομαι «πηδώ, ορμώ, χυμώ»] … Dictionary of Greek
συνεκδαπανώ — άω, Α κατασπαταλώ, καταξοδεύω συγχρόνως («μήπως τῷ μοχθηρῷ χυμῷ συνεκδαπανήσῃς καὶ τὸν χρηστόν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκδαπανῶ «σπαταλώ, καταξοδεύω»] … Dictionary of Greek
υφορμώ — (I) άω, Α 1. (κυριολ. και μτφ.) κινούμαι βίαια κάτω από κάτι («ἀμφιβολία τις ὑφορμῶσα τῇ διανοίᾳ», Αδάμ.) 2. (μέσ. και παθ.) ὑφορμῶμαι, άομαι επιτίθεμαι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀρμῶ (Ι) «κινούμαι βίαια προς τα εμπρός, χυμώ, επιτίθεμαι»].… … Dictionary of Greek
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek
χιμώ — (I) άω, Ν βλ. χυμώ. (II) άω, Α βλ. χειμῶ (Ι) … Dictionary of Greek